Σ’αυτή την παρουσίαση, παρουσιάζεται μια σύντομη περίληψη της μελέτης που περιέχεται ολοκληρωμένη στο τελευταίο βιβλίο του Τρ.Παπαζώη «Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΑΜΜΕΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ». Παρακάτω παρατίθενται μερικά μόνο από τα πολλά σοβαρά επιχειρήματα, στα οποία βασίζεται τόσο η αμφισβήτηση για τη σχέση του βασιλιά Φιλίππου Β’ με τον τάφο ΙΙ, όσο και η πεποίθηση ότι στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας είναι θαμμένος ο Μ.Αλέξανδρος με την οικογένεια του.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Είναι γνωστό ότι η αρχαία ιστοριογραφία δίνει πολλές και ακριβείς κατά το πλείστον πληροφορίες για την πορεία του Μ.Αλεξάνδρου από τη βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία) προς την Ασία και Αίγυπτο.
Αντίθετα πληροφορίες ορισμένων αρχαίων πηγών που σχετίζονται με το θάνατο, τον τάφο και την παραπέρα τύχη των λειψάνων του, χαρακτηρίζονται σε αρκετές περιπτώσεις, όπως έχει αποδειχθεί, από μια μυθιστορηματική διάπλαση, ασάφεια και αμφισβήτηση που προκαλούν εύλογα ερωτήματα και απορίες για το πού τάφηκε τελικά ο μεγάλος αυτός Στρατηλάτης μαζί με την οικογένεια του.
Σ’αυτά τα ερωτήματα ο Τρ.Παπαζώης προσπάθησε, με βάση πάντοτε τις αρχαίες πηγές, να δώσει κάποιες απαντήσεις αρχίζοντας πριν από αρκετά χρόνια την έρευνα του από τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας που ανακάλυψε ο καθηγητής αρχαιολογίας Μανώλης Ανδρόνικος και από την οποία έρευνα προέκυψαν τα παρακάτω:
Η ΠΛΑΝΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ
Tο 274 π.Χ., όταν βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν ο Αντίγονος Γονατάς, ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος, εισέβαλε στη Μακεδονία και όταν έφθασε στις Αιγές (Βεργίνα), εσύλησε όλους τους βασιλικούς τάφους και διασκόρπισε τα οστά όλων των βασιλέων, μεταξύ των οποίων ήταν και αυτά του Φιλίππου Β΄ και του γιου του Αρριδαίου (Διοδ. Σικελιώτης, Πλούταρχος, Παυσανίας).
Στον ίδιο χώρο, το 1977 ο καθηγητής Μαν.Ανδρόνικος ανακάλυψε τρεις βασιλικούς τάφους. Οι δύο από αυτούς (ΙΙ,ΙΙΙ) βρέθηκαν ασύλητοι και αποδόθηκαν από τον ίδιο, ο μεν ΙΙος στο βασιλιά Φίλιππο Β΄ και στην τελευταία σύζυγό του Κλεοπάτρα, ο ΙΙΙος ονομάστηκε «Τάφος του Πρίγκηπα» και ο Ιος «Τάφος της Περσεφόνης».
Ο καθ.Ανδρόνικος σε βιβλίο του αναφέρεται στη σύληση των βασιλικών τάφων από τον Πύρρο, αλλά διατυπώνει την άποψη ότι «…από τη σύληση αυτή εντελώς συμπτωματικά φαίνεται ότι γλύτωσε ο τάφος του Φιλίππου Β΄». Ο τάφος όμως αυτός ήταν γνωστός σε όλους και δεν ήταν δυνατό να διασωθεί από τη σύληση, όπως έγινε και για όλους τους πριν από το 274 π.Χ. βασιλικούς τάφους της Βεργίνας.
Η άποψη αυτή αποτέλεσε κατά τον συγγραφέα, μια σοβαρή ιστορική πλάνη στον αρχαιολογικό χώρο στην οποία, όπως προκύπτει στηρίζονται τα τελικά συμπεράσματα του καθ.Ανδρόνικου για την ταυτότητα των τάφων και των νεκρών της Βεργίνας.
Η πλάνη αυτή ενισχύθηκε σημαντικά το 1981 από τα πορίσματα μιας ομάδας Βρετανών επιστημόνων υπό τον Ανατόμο Dr. J Musgrave, η οποία υποστήριξε σε σχετική έκθεσή της ότι «…επέτυχε να αναπλάσει τη μορφή του βασιλιά Φιλίππου Β΄ με βάση τα οστά του κρανίου που βρέθηκε στον τάφο ΙΙ»(Πρακτικά ΧΙΙ Διεθνούς Συνεδρίου Αρχαιολογίας, Αθήνα, 4-10.9-1983). Το κρανίο όμως αυτό, όσο και ο σκελετός του νεκρού, όπως προκύπτει από τις αρχαίες ιστορικές πηγές, δεν ανήκει στο βασιλιά Φίλιππο Β΄». Ανήκει όπως έχει αποδειχθεί όμως, σε άλλον νεκρό βασιλιά ο οποίος τάφηκε στον ίδιο τάφο μετά το 274π.Χ.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την ηλικία των νεκρών του τάφου ΙΙ και ΙΙΙ και τα ταφικά κτίσματα και κτερίσματα, ο συγγραφέας σχημάτισε εντελώς διαφορετικές απόψεις από εκείνες του καθ. Ανδρόνικου, όταν ήδη αυτές είχαν καθιερωθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το 1993 έγραψε το βιβλίο «Στον Φίλιππο Β’ ή στον Μέγα Αλέξανδρο ανήκει ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας;» στο οποίο διατύπωνε αμφισβητήσεις τόσο για τα πορίσματα του καθηγητού Ανδρόνικου όσο και του Dr J.Musgrave, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι:
Τα οστά του τάφου ΙΙ δεν ανήκουν στο βασιλιά Φίλιππο Β΄ και στην τελευταία του γυναίκα, Κλεοπάτρα.
Διαπίστωσε ότι στο ίδιο συμπέρασμα κατέληγαν σε σχετική τους έκθεση ο καθ. Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Νικ.Ι. Ξηροτύρης και η συνάδελφος του, κα Franziska Langenscheidt, αργότερα δε και ο επίσης καθ.Ανθρωπολογίας κ.Αντ.Μπαρτσιώκας.(Ελληνική Αρχαιολογική Εφημερίδα, 1981, Science Magazine 21.4.2000)
Από τα ιστορικά στοιχεία όμως προκύπτει ότι στον τάφο αυτόν αρχικά τάφηκε το 316 π.Χ. από τον Κάσσανδρο ο βασιλιάς Αρριδαίος που δολοφονήθηκε το 317π.Χ. από την Ολυμπιάδα στην Πέλλα.(Παυσανίας)
Ο βασιλιάς Φίλιππος Β΄ τάφηκε μεταξύ του 336-335π.Χ. στον αμέσως παρακείμενο τάφο ΙΙΙ. Για το γεγονός αυτό υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ταυτότητα του.
Ο ΙΙος ΤΑΦΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΙΟΥ
Ο ΙΙος τάφος μετά την εκδίωξη του Πύρρου το 273π.Χ., διαμορφώθηκε από τον Αντίγονο Γονατά στη σημερινή του μορφή με την περίφημη τοιχογραφία του κυνηγίου, το οποίο εξελίχθηκε στη Βακτριανή της Περσίας το 327 π.Χ., εννιά χρόνια μετά το θάνατο του Φιλίππου (Αρριανός).
Σ’αυτήν απεικονίζεται έφιππος ο Μέγας Αλέξανδρος, ενώ λείπει τόσο ο βασιλιάς Φίλιππος Β΄, όσο και ο Αρριδαίος. Η αμφίεση την οποία φέρει ο Αλέξανδρος επαληθεύει τον Διοδ. Σικελιώτη, ο οποίος γράφει ότι στην Περσία έφερε λευκό χιτώνα και Περσική ζώνη χωρίς αναξυρίδες. Επαληθεύεται επίσης και ο Ηρόδοτος, ο οποίος μας πληροφορεί ότι στην Περσία αυτοί που επρόκειτο να κάνουν θυσία φορούσαν στεφάνι από φύλλα μυρτιάς, όπως επαληθεύεται από την τοιχογραφία.
Για την άποψη του καθ. Ανδρόνικου ν’ αποδώσει τον έφιππο κυνηγό, ο οποίος αντιμετωπίζει ένα λιοντάρι, στον Φίλιππο Β΄ λόγω της ομοιότητάς τους, ο Τρ.Παπαζώης είχε διαφορετική γνώμη. Ο έφιππος αυτός είναι ο αρχηγός των σωματοφυλάκων του Αλεξάνδρου, Πτολεμαίος ο Λάγου. Αυτός σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές ήταν γιος του Φιλίππου Β΄, κατ’όνομα δε του Στρατηγού Λάγου, αφού η μητέρα του Αρσινόη- παλλακίδα του Φιλίππου- όταν ήταν έγκυος δόθηκε από τον Φίλιππο ως σύζυγος στον Λάγο (Παυσανίας, Πλούταρχος). Άρα ήταν επόμενο να μοιάζει με τον πραγματικό του πατέρα που ήταν ο Φίλιππος Β΄.
Η άλλη άποψη μιας ομάδας αρχαιολόγων να αποδώσει τον ίδιο έφιππο κυνηγό στο βασιλιά Αρριδαίο είναι λανθασμένη για τους εξής λόγους:
Το κυνήγι αγρίων ζώων θεωρείται πολύ επικίνδυνο και κατά κοινή λογική οι μετέχοντες σ’αυτό πρέπει να έχουν πολύ καλή σωματική υγεία, τόλμη, ευστροφία, εμπειρία και ετοιμότητα αντιδράσεως.
Ο Αρριδαίος έπασχε από σωματική αναπηρία, υπέφερε από ανίατη ψυχική νόσο, ήταν πνευματικά καθυστερημένος και ανακηρύχθηκε μετά το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου βασιλιάς λόγω της κληρονομικής διαδοχής στο θρόνο, δεδομένου ότι ήταν ετεροθαλής αδελφός του και δεν υπήρχε άλλος διάδοχος, εκτός βέβαια από το αναμενόμενο να γεννηθεί παιδί του Μ. Αλεξάνδρου (Πλούταρχος, Διοδ. Σικελιώτης). Επομένως, αποκλείεται το ενδεχόμενο να ήταν ο Αρριδαίος ο έφιππος κυνηγός που αντιμετωπίζει ένα λιοντάρι.
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ Μ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ
Όπως είναι γνωστό, ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. Εκεί οι νεκροί κατά τους Ηρόδοτο, Στράβωνα και Στοβαίο δεν μουμιοποιούνταν ούτε καίγονταν αλλά θάπτονταν τοποθετημένοι μέσα σε μέλι ή κερί. Το ίδιο έγινε, όπως προκύπτει και για τη σορό του Αλεξάνδρου που, ενώ προοριζόταν να ταφεί στη Μακεδονία, οδηγήθηκε το 321π.Χ. από τη Δαμασκό κατά τρόπο βίαιο από τον Πτολεμαίο Α’ στην Αίγυπτο (Παυσανίας, Αρριανός, Αιλιανός). Εκεί κατά τις επικρατέστερες πληροφορίες τάφηκε στην ιερή πόλη Μέμφη σύμφωνα με το Μακεδονικό νόμο ο οποίος προέβλεπε καύση των νεκρών. (Παυσανίας, Πάριον Χρονικόν, Κούρτιος Ρούφος)
Μία άλλη άποψη ότι μεταφέρθηκε αμέσως στην Αλεξάνδρεια όπου και τάφηκε (Διοδ. Σικελιώτης) κρίνεται ως αδύνατη για το λόγο ότι ήταν ανέφικτο τεχνικά να ετοιμασθεί το μεγαλοπρεπές μαυσωλείο που προοριζόταν για την ταφή του και για άλλους ακόμα λόγους.
Η βασίλισσα Ρωξάνη με το βρεφικής ηλικίας παιδί της αφίχθηκαν τον ίδιο χρόνο στη Μακεδονία και το 311π.Χ. δολοφονήθηκαν από τον Κάσσανδρο στην Αμφίπολη και τα οστά τους διασκορπίστηκαν (Διοδ. Σικελιώτης, Στράβων, Ιουστίνος ). Η πόλη Αμφίπολη είναι σχετικά κοντά στη Βεργίνα και ήταν εύκολη η μεταφορά τους στους βασιλικούς τάφους.
Η πραγματοποιηθείσα πρώτη καύση του νεκρού Αλέξανδρου στη Μέμφη επιβεβαιώνεται μεταξύ των άλλων και από το γεγονός ότι κατά τον καθ. Ανθρωπολογίας, Α. Μπαρτσιώκα «…ο σκελετός του νεκρού του τάφου ΙΙ αποτεφρώθηκε στεγνά (ξηρά), απαλλαγμένος από τις σάρκες του». Αν είναι ακριβές αυτό, τότε σημαίνει ότι στη Βεργίνα έχουμε πιθανότατα μία επαναταφή του ίδιου βασιλιά.
Μια άλλη ακόμα σοβαρή ανθρωπολογική διαπίστωση για τα οστά του ιδίου τάφου αποτελεί το γεγονός ότι, κατά τον καθ. Ανθρωπολογίας, Ν.Ι. Ξηροτύρη, «ο σκελετός αυτός ήταν σχεδόν ολοκληρωμένος, ακόμα και τα πολύ μικρά τεμάχια είχαν συλλεγεί. Τα οστά είχαν προσεκτικά πλυθεί και είχαν καθαριστεί οι στάχτες. Τα υπόλοιπα τεμάχια των οστών ταξινομήθηκαν με βάση το μέγεθος και το μήκος και τοποθετήθηκαν ανατομικά ορθά στη λάρνακα. Στο ανώτερο στρώμα βρέθηκαν τα τεμάχια του κρανίου, στο μέσο στρώμα τα μικρά οστά του μετακρανιακού σκελετού και στο κατώτερο στρώμα τα μακρά οστά των άκρων τοποθετήθηκαν διαγωνίως» (Ελληνική Αρχαιολογική Εφημερίδα, 1981).
Αντίθετα, κατά τον ίδιο πάλι, τα γυναικεία οστά του προθαλάμου του ίδιου τάφου «ήταν λιγότερα και λερωμένα με στάχτες και δεν μπορούσαν να επαναδομηθούν ολοκληρωτικά».
Το γεγονός ότι τα λείψανα αυτά μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στη Βεργίνα από δυο διαφορετικούς τόπους συσχετίζεται με την περίπτωση του Μ.Αλεξάνδρου και της γυναίκας του βασίλισσας Ρωξάνης της οποίας τα οστά, όπως αναφέρεται παραπάνω «είχαν διασκορπισθεί» και ήταν επόμενο να μην είχαν συλλεγεί όλα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν, όλα τα προσωπικά ενθυμήματα του Μ.Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης καθώς και τα όπλα του ακολούθησαν επί Αντίγονου Γονατά, μετά το 274π.Χ., τη βασιλική οικογένεια στους τάφους της Βεργίνας, όπου και βρέθηκαν.
Αποτελούσε ιερή παράδοση για τους Έλληνες στην αρχαιότητα η μετακομιδή στη γενέτειρα γη των οστών των βασιλέων που πέθαιναν σε ξένους τόπους και από την παράδοση αυτή δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν εξαίρεση τα λείψανα του Μ.Αλεξάνδρου.
Όπως προκύπτει επίσης, οι αρχαίοι Μακεδόνες ύστερα από δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες, το 321π.Χ πέτυχαν τελικά να αφαιρέσουν πιθανότατα από τη Μέμφη τα λείψανα του Μ.Αλεξάνδρου (Διοδ. Σικελιώτης, Αιλιανός). Αυτό, εκτιμά ο Τρ.Παπαζώης, έγινε πριν μεταφερθούν μετά διετία από τον Πτολεμαίο Α’ ή μετά από περισσότερα χρόνια από τον Πτολεμαίο Β’ στην Αλεξάνδρεια, (Παυσανίας) αντικαθιστώντας τα με άλλα ξένα λείψανα ή με είδωλο (ομοίωμα) του Αλεξάνδρου που είδαν, αν είδαν αργότερα Ρωμαίοι αυτοκράτορες.
Ο συγγραφέας εκτιμά ότι τοποθετήθηκε είδωλο (μούμια) γιατί, όπως έχει προαναφερθεί, η Σορός του Μ.Αλέξανδρου δεν είχε μουμιοποιηθεί αλλά κάηκε προηγουμένως και επομένως η μούμια που είδαν δεν μπορούσε να ήταν πραγματική.
Η Αίγυπτος ήταν γνωστή από την αρχαιότατη εποχή ως χώρα κατασκευής καταπληκτικών ειδώλων (Διοδ. Σικελιώτης). Μια γνώμη για το θέμα αυτό μπορεί να σχηματίσει κανείς από το βιβλίο του Αιγυπτίου αρχαιολόγου Abbas Chalaby στο οποίο περιλαμβάνονται καταπληκτικά είδωλα Αιγυπτίων πριγκίπων και βασιλέων.
Η ανακάλυψη το 1887 στη Σιδώνα του Λιβάνου της λεγομένης «Σαρκοφάγου του Μ.Αλεξάνδρου» ενδεχομένως να μην είναι άσχετη με την περιπέτεια των λειψάνων του.
Δεν βρέθηκε βέβαια κανένα αρχαίο κείμενο το οποίο να αναφέρεται στην επαναταφή του Μ.Αλεξάνδρου από την Αίγυπτο στις Αιγές (Βεργίνα). Αναφέρονται εν τούτοις από τον Αρριανό, Πλούταρχο, Στράβωνα και άλλους ιστορικούς ότι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς έγραψαν μεταξύ των άλλων για «το θάνατο και την ταφή του Μ.Αλεξάνδρου», αλλά όλα αυτά χάθηκαν όπως και το 7ο βιβλίο του Στράβωνα, το οποίο αναφερόταν στην Μακεδονία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Παράλληλα με τις επισημάνσεις αυτές, η λεπτομερής μελέτη των αρχαίων ελληνικών πηγών όσον αφορά τη σχέση τους με τους τάφους, και τα κτερίσματα των νεκρών καθώς και τα συμπεράσματα Ανθρωπολόγων καθηγητών για τη διάπλαση του σκελετού, τα φυσιογνωμικά γνωρίσματα και την ηλικία των οστών, οδηγούν στο συμπέρασμα -όσο και αν αυτό θεωρηθεί τολμηρό- ότι στον επίμαχο τάφο ΙΙ καθώς και στον τάφο ΙΙΙ επανατάφηκαν αντίστοιχα μετά το 274π.Χ. από τον Αντίγονο Γονατά, ο Μ.Αλέξανδρος με τη βασίλισσα Ρωξάνη, ενώ στον τάφο ΙΙΙ ο δωδεκάχρονος γιος του, Αλέξανδρος Δ’.